κακά, τα, άκλ. ουσ. [<αρχ. κάκκη], (στη γλώσσα των νηπίων) οι ακαθαρσίες, τα περιττώματα ανθρώπων ή ζώων: «στο ’πα χίλιες φορές να μην πιάνεις τα κακά σου». Υποκορ. κακάκια κ. κακαλάκια, τα·
- θέλω κακά ή θέλω κακά μου ή θέλω τα κακά μου, θέλω να αφοδεύσω, να ενεργηθώ: «μαμά, θέλω κακά μου»·
- κάνω κακά ή κάνω κακά μου ή κάνω τα κακά μου, αφοδεύω, ενεργούμαι: «η μητέρα έβαλε το μικρό της στο καθοικάκι του να κάνει τα κακά του»·
- μη, κακά! έκφραση με την οποία αποτρέπουμε κάποιο νήπιο να πιάσει ακαθαρσίες ή να αφήσει τις ακαθαρσίες με τις οποίες παίζει. Λέγεται συνήθως με κάποια έκφραση αηδίας, ενώ, μερικές φορές, πριν ή μετά από τη φρ. ακούγεται και το λιακ. Στην περίπτωση που το νήπιο έβαλε τις ακαθαρσίες στο στόμα του τότε αντί του μη ακούγεται το φτου επαναλαμβανόμενο.